κισσοειδῆ

κισσοειδῆ
κισσοειδής
like ivy
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
κισσοειδής
like ivy
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
κισσοειδής
like ivy
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κιττοειδῆ — κισσοειδῆ , κισσοειδής like ivy neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κισσοειδῆ , κισσοειδής like ivy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κισσοειδῆ , κισσοειδής like ivy masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κισσοειδής — ές (Α κισσοειδής, ές) 1. αυτός που μοιάζει με κισσό («φύλλα κισσοειδῆ», Διοσκ.) 2. φρ. «κισσοειδής καμπύλη» ή «κισσοειδής (γραμμή)» η καμπύλη που επινόησε ο μαθηματικός Διοκλής για την επίλυση τού προβλήματος διπλασιασμού τού κύβου. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • Διοκλής — I Μυθολογικό πρόσωπο, ήρωας των Μεγαρέων. Σκοτώθηκε σε μία μάχη, ενώ προσπαθούσε να σώσει νεαρό συμπολίτη του που κινδύνευε. Προς τιμήν του θεσπίστηκαν τα Διόκλεια. Στον ομηρικό ύμνο προς τη Δήμητρα, ο Δ. αναφέρεται μεταξύ των βασιλιάδων της… …   Dictionary of Greek

  • λιάνη ή λιάνα — Κοινή ονομασία φυτών που υπάγονται σε διάφορες οικογένειες, όπως των βιγνονιιδών, των σαπινδιδών, των αμπελιδών και των λεγκουμινωδών. Οι λ. είναι φυτά με πολυετή, ξυλώδη και κισσοειδή βλαστό, που δεν μπορούν να στηριχτούν μόνα τους.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”