κιττοειδῆ — κισσοειδῆ , κισσοειδής like ivy neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κισσοειδῆ , κισσοειδής like ivy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κισσοειδῆ , κισσοειδής like ivy masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κισσοειδής — ές (Α κισσοειδής, ές) 1. αυτός που μοιάζει με κισσό («φύλλα κισσοειδῆ», Διοσκ.) 2. φρ. «κισσοειδής καμπύλη» ή «κισσοειδής (γραμμή)» η καμπύλη που επινόησε ο μαθηματικός Διοκλής για την επίλυση τού προβλήματος διπλασιασμού τού κύβου. [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek
Διοκλής — I Μυθολογικό πρόσωπο, ήρωας των Μεγαρέων. Σκοτώθηκε σε μία μάχη, ενώ προσπαθούσε να σώσει νεαρό συμπολίτη του που κινδύνευε. Προς τιμήν του θεσπίστηκαν τα Διόκλεια. Στον ομηρικό ύμνο προς τη Δήμητρα, ο Δ. αναφέρεται μεταξύ των βασιλιάδων της… … Dictionary of Greek
λιάνη ή λιάνα — Κοινή ονομασία φυτών που υπάγονται σε διάφορες οικογένειες, όπως των βιγνονιιδών, των σαπινδιδών, των αμπελιδών και των λεγκουμινωδών. Οι λ. είναι φυτά με πολυετή, ξυλώδη και κισσοειδή βλαστό, που δεν μπορούν να στηριχτούν μόνα τους.… … Dictionary of Greek